ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταραντώ (ρ.) ταραdώ [taraˈdo] Σίλ. νταρανdώ [daranˈdo] Σίλ. νταρανdού [daranˈdu] Ουλαγ. Αόρ. νταράντζησα [daˈrandzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. taranmak = χτενίζομαι, μεσοπαθητικό τύπ. του ρ. taramak = χτενίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. daramak.
1. Χτενίζομαι : Νύφη σϋσλέντσ̑ησι, νταράντζησι, φόρισι γούλα τσης τα τζεβαχίρια (Η νύφη στολίστηκε, χτενίστηκε, φόρεσε όλα της τα πολύτιμα κοσμήματα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Μτβ., χτενίζω Σίλ. Συνών. χτενίζω