ταραντώ
(ρ.)
ταραdώ
[taraˈdo]
Σίλ.
νταρανdώ
[daranˈdo]
Σίλ.
νταρανdού
[daranˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
νταράντζησα
[daˈrandzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. taranmak = χτενίζομαι, μεσοπαθητικό τύπ. του ρ. taramak = χτενίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. daramak.
1. Χτενίζομαι
:
Νύφη σϋσλέντσ̑ησι, νταράντζησι, φόρισι γούλα τσης τα τζεβαχίρια
(Η νύφη στολίστηκε, χτενίστηκε, φόρεσε όλα της τα πολύτιμα κοσμήματα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5