ταρίχι
(ουσ. ουδ.)
ταρίσ̑'
[taˈriʃ]
Ανακ.
τερίσ̑'
[teˈriʃ]
Φλογ.
τορίκι
[ˈtorici]
Σινασσ.
νταρίσ̑'
[daˈriʃ]
Σινασσ.
ντερίσ̑'
[deˈriʃ]
Μαλακ., Σινασσ.
Πληθ.
ταρίχια
[taˈriça]
Σινασσ.
τερίσ̑α
[teˈriʃa]
Σίλατ.
Από το αρχ. ουσ. ταρίχιον· πβ. και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. darık, δάν. από την Ελλ. (Tzitzilis 1987α: 122). Ο τύπ. τορίκι από το τουρκ. ουσ. torik = παλαμίδα ως δάν. από την ελλ. (Tzitzilis 1987α: 122).
1. Παστό ψάρι
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
2. Ειδικότ., είδος μπακαλιάρου
Σινασσ.
3. Παλαμίδα κατάλληλη για λακέρδα
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025