ταρίχι
(ουσ. ουδ.)
ταρίσ̑'
[taˈriʃ]
Ανακ.
τερίσ̑'
[teˈriʃ]
Φλογ.
ντερίσ̑'
[deˈriʃ]
Μαλακ.
Πληθ.
τερίσ̑α
[teˈriʃa]
Σίλατ.
Από το αρχ. ουσ. ταρίχιον, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. darık ως δάν. από την Ελλ. (Tzitzilis 1987α: 122).
Παστό ψάρι
ό.π.τ.