ταρνούσκα
(επίρρ.)
ταρνούσ'κα
[tarˈnuska]
Φάρασ.
Από το επίθ. ταρνούσκος με παραγωγ. επίθμ. -α.
Αρκετά γρήγορα, γρηγορούτσικα
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025