ταρνούσκα
(επίρρ.)
ταρνούσ'κα
[tarˈnuska]
Φάρασ.
Από το επίθ. ταρνούσκος με παραγωγ. επίθμ. -α.
Αρκετά γρήγορα, γρηγορούτσικος
Φάρασ.