ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταρσιχλαντίζω (ρ.) ταρσιχλανdίζω [tarsixlanˈdizo] Φάρασ. ταρσιχλατίζω [tarsixlaˈtizo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. darsıklanmak (αόρ. darsıklandı) σύμφωνα με τον Αναστασιάδη (1980: 103) ή από το ρ. ταρσιχτιέω αναλογ. προς τις ρημ. δομές σε -λαντίζω.
Στενοχωριέμαι Φάρασ.