ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταρνός (επίθ.) ταρνός [tarˈnos] Φάρασ. Από το ουσ. ταρός και το παραγωγ. επίθμ. -ινός, πιθ. με σημ. επίδρ. του επιρρ. εδαρέ. Για την ετυμολόγηση από το ουσ. ταρός βλ. Ανδριώτης (1948: 59). Πβ. και Ἡσύχ. Τ 198 «*ταρόν· ταχύ». Ο Gregoire (1909: 155) συνδέει το ταρνός με το επίθ. τρανός με μετάθ. του [t] και [r].
Γρήγορος, ταχύς Φάρασ. Συνών. αψύς