ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταράχι (II) (ουσ. ουδ.) ταράχ' [taˈrax] Σίλ., Τροχ. νταράχ' [daˈrax] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. tarak, όπου και διαλεκτ. τύπ. tarah και darah = α) χτένι β) εργαλείο λιθοξόου γ) τσουγκράνα δ) λειρί ε) αχιβάδα στ) γενικώς οτιδήποτε οδοντωτό.
1. Χτένι Σίλ. Συνών. χτένι
2. Οδοντωτό εργαλείο λιθοξόων για το ίσιωμα της πέτρας Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025