ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταράχι (II) (ουσ. ουδ.) ταράχ' [taˈrax] Σίλ., Τροχ. νταράχ' [daˈrax] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. tarak = α) χτένι β) εργαλείο λιθοξόου γ) τσουγκράνα δ) λειρί ε) αχιβάδα στ) γενικώς οτιδήποτε οδοντωτό, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. tarah και darah.
1. Χτένι Σίλ.
2. Οδοντωτό εργαλείο λιθοξόων για το ίσιωμα της πέτρας Τροχ.