ταράχι (II)
(ουσ. ουδ.)
ταράχ'
[taˈrax]
Σίλ., Τροχ.
νταράχ'
[daˈrax]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. tarak, όπου και διαλεκτ. τύπ. tarah και darah = α) χτένι β) εργαλείο λιθοξόου γ) τσουγκράνα δ) λειρί ε) αχιβάδα στ) γενικώς οτιδήποτε οδοντωτό.
2. Οδοντωτό εργαλείο λιθοξόων για το ίσιωμα της πέτρας
Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025