ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταράζω (ρ.) ταράζω [taˈrazo] Αξ. Από το μεσν. ρ. ταράζω, το οπ. από το αρχ. ρ. ταράσσω.
Τσακίζω, καταστρέφω Αξ. : Κυριός τ' γαβαχ̇ιού τα dάλια ούλ-λα τάραξεν ντα (ο αέρας της λεύκας τα κλαδιά όλα τα έσπασε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.