ταράζω
(ρ.)
ταράζω
[taˈrazo]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. ταράζω, το οπ. από το αρχ. ρ. ταράσσω.
Τσακίζω, καταστρέφω
Αξ.
:
Κυριός τ' γαβαχ̇ιού τα dάλια ούλ-λα τάραξεν ντα
(ο αέρας της λεύκας τα κλαδιά όλα τα έσπασε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.