ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταντώ (ρ.) τανdώ [tan'do] Φάρασ. τανdάγω [tan'daγo] Φάρασ. τανdίζω [tan'dizo] Φάρασ. Παρατατ. τανdίσκα [tan'diska] Φάρασ. τανdίνκα [tan'dinka] Φάρασ. Αόρ. τάνσα ['tansa] Φάρασ. Αόρ. dάνσα ['dansa] Φάρασ. Αόρ. τάντ'σα ['tantsa] Φάρασ. Από το νεότ. ρ. τανῶ, το οπ. από το αρχ. ρ. τανύω = τεντώνω. Για την σημ. πβ. τις νεότ. σημ. ‘απλώνω χέρι, τολμώ να αγγίξω’, ‘τραβώ’.
Αρπάζω ό.π.τ. : Α τανdήσω το πρόβατο (θα αρπάξω το πρόβατο) Φάρασ. -Dawk. Ερχούσανdε και γιρσερτέροι σο Βαρασ̑όν 'πέσου σούφτι δύο κατό χρόνες μπρο· ό,τι 'χα να βρούνε τανdίνκανε (Ερχόντουσαν και στρατιώτες μέσα στα Φάρασα πριν από διακόσια χρόνια· αρπάζανε ό,τι έβρισκαν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'παπού αν ντα τανdείς; (με ποιον τρόπο θα την αρπάξεις;) Φάρασ. -Dawk. Στέρου τάνσε το πρόβατο (ύστερα άρπαξε το πρόβατο) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Η κάτα παρακαλεί το Θεό, λε 'τι «Να κοριένουνε αυτέν' μου τσ̑αι τα μαχτσ̑ούμε του, να τανdήσω 'σ' τα σ̑έρε τουνε» (Η γάτα παρακαλά τον Θεό, λέγοντας ότι «Να τυφλωθεί ο αφέντης μου και τα παιδιά του και να αρπάξω από τα χέρια τους»˙ Για το πόσο άπιστο ζώο είναι η γάτα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καπτώ