ταντώ
(ρ.)
τανdώ
[tan'do]
Φάρασ.
τανdάγω
[tan'daγo]
Φάρασ.
τανdίζω
[tan'dizo]
Φάρασ.
Παρατατ.
τανdίσκα
[tan'diska]
Φάρασ.
τανdίνκα
[tan'dinka]
Φάρασ.
Αόρ.
τάνσα
['tansa]
Φάρασ.
Αόρ.
dάνσα
['dansa]
Φάρασ.
Αόρ.
τάντ'σα
['tantsa]
Φάρασ.
Από το νεότ. ρ. τανῶ, το οπ. από το αρχ. ρ. τανύω = τεντώνω. Για την σημ. πβ. τις νεότ. σημ. ‘απλώνω χέρι, τολμώ να αγγίξω’, ‘τραβώ’.
Αρπάζω
ό.π.τ.
:
Α τανdήσω το πρόβατο
(θα αρπάξω το πρόβατο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ερχούσανdε και γιρσερτέροι σο Βαρασ̑όν 'πέσου σούφτι δύο κατό χρόνες μπρο· ό,τι 'χα να βρούνε τανdίνκανε
(Ερχόντουσαν και στρατιώτες μέσα στα Φάρασα πριν από διακόσια χρόνια· αρπάζανε ό,τι έβρισκαν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'παπού αν ντα τανdείς;
(με ποιον τρόπο θα την αρπάξεις;)
Φάρασ.
-Dawk.
Στέρου τάνσε το πρόβατο
(ύστερα άρπαξε το πρόβατο)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Η κάτα παρακαλεί το Θεό, λε 'τι «Να κοριένουνε αυτέν' μου τσ̑αι τα μαχτσ̑ούμε του, να τανdήσω 'σ' τα σ̑έρε τουνε»
(Η γάτα παρακαλά τον Θεό, λέγοντας ότι «Να τυφλωθεί ο αφέντης μου και τα παιδιά του και να αρπάξω από τα χέρια τους»˙ Για το πόσο άπιστο ζώο είναι η γάτα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καπτώ