τανάς
(ουσ. ουδ.)
ντανά
[daˈna]
Ουλαγ., Σίλ.
τανάς
[taˈnas]
Φάρασ.
τ͑ανάς
[tʰaˈnas]
Φάρασ.
τανά
[taˈna]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
Πληθ.
τανάδια
[taˈnaðʝa]
Μαλακ.
τανάε
[taˈnae]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. dana = μοσχάρι (< παλαιότ. τουρκ. tana).
Μοσχάρι αρσενικό ή νεαρός ταύρος
ό.π.τ.
:
Είχασ̑ι σπίτιν ντους ένα ντανά
(είχαν στο σπίτι τους ένα μοσχάρι)
Σίλ.
-Dawk.
Είχαν και πολλά πρόβατα και ένα τανά
(είχαν και πολλά πρόβατα και ένα μοσχάρι)
Αραβαν.
-Dawk.
Σόνgρα ούλα τα πρόβατα ένdαν αqουλουριού, και το τανά ένdον τσ̑αναριού
(μετά όλα τα πρόβατα έτυχαν στον έξυπνο αδελφό και το μοσχάρι στον ανόητο αδελφό)
Αραβαν.
-Dawk.
Σακάρ τανά
(σημαδεμένο (στο κούτελο) μοσχάρι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το τανά πηρπήαν ντo σο bαχτσ̑ά
(μετέφεραν το μοσχάρι στον κήπο)
Φλογ.
-Dawk.
Το χτηνό σας να ’εννήσει ’σερνικό τ͑ανά
(Η γελάδα σας να γεννήσει αρσενικό μοσχάρι· περιπαικτική αρά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σο στάβλο τα έχισ̑κεν ένα τανά
(στο στάβλο υπήρχε ένα μοσχάρι)
Φλογ.
-Dawk.
Ισ̑ύ τσ̑εγά σου ναυλή σ’ είχ̇ις τανάε ποτέ;
(Εσύ είχες στην αυλή σου βόδια ποτέ;)
Μισθ.
-VLACH
|| Φρ.
Έφαεν τ͑ανά τα μαλλιά τ'
(το μοσχάρι του έφαγε τα μαλλιά˙ το έλεγαν αστειευόμενοι για τη φαλάκρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απαπ'κάτω τ' αραdίζουν τανά
(σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του γυρεύουν μοσχάρι˙ όταν ζητούν προφάσεις - εκεί που δεν υπάρχουν - για να κατηγορήσουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Α σ̑εσμένο τανάς, τσ̑ιπ τη σουρού τα πράματα χα τα σ̑έσ̑ει
(Ένας χεσμένος ταύρο όλα τα ζωντανά του κοπαδιού θα τα χέσει˙ Ένα κακό παράδειγμα παρασύρει κι άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ντέγγιλε, μικρό μ', ντέγγιλε, πού ντου βοσκήνει το τ͑ανά;
Ντετσ̑ειά κάτι στου ντερέ, έφαέν ντου τσ̑ι λύκους.
Ήρτι τσ̑ι κάκα τ', ντώκι του στου κώλου τ', έκλαψι. (Ντέγγιλε, μικρό μου, ντέγγιλε, πού βόσκεις το μοσχάρι;
Εκεί κάτω στη ρεματιά, και το έφαγε ο λύκος.
Ήρθε και η γιαγιά του, τον χτύπησε στον κώλο, έκλαψε. ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
Ντετσ̑ειά κάτι στου ντερέ, έφαέν ντου τσ̑ι λύκους.
Ήρτι τσ̑ι κάκα τ', ντώκι του στου κώλου τ', έκλαψι. (Ντέγγιλε, μικρό μου, ντέγγιλε, πού βόσκεις το μοσχάρι;
Εκεί κάτω στη ρεματιά, και το έφαγε ο λύκος.
Ήρθε και η γιαγιά του, τον χτύπησε στον κώλο, έκλαψε. ) Μισθ. -Κωστ.Μ.