ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τανάς (ουσ. ουδ.) ντανά [daˈna] Ουλαγ., Σίλ. τανάς [taˈnas] Φάρασ. τ͑ανάς [tʰaˈnas] Φάρασ. τανά [taˈna] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. Πληθ. τανάδια [taˈnaðʝa] Μαλακ. τανάε [taˈnae] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. dana = μοσχάρι (< παλαιότ. τουρκ. tana).
Μοσχάρι αρσενικό ή νεαρός ταύρος ό.π.τ. : Είχασ̑ι σπίτιν ντους ένα ντανά (είχαν στο σπίτι τους ένα μοσχάρι) Σίλ. -Dawk. Είχαν και πολλά πρόβατα και ένα τανά (είχαν και πολλά πρόβατα και ένα μοσχάρι) Αραβαν. -Dawk. Σόνgρα ούλα τα πρόβατα ένdαν αqουλουριού, και το τανά ένdον τσ̑αναριού (μετά όλα τα πρόβατα έτυχαν στον έξυπνο αδελφό και το μοσχάρι στον ανόητο αδελφό) Αραβαν. -Dawk. Σακάρ τανά (σημαδεμένο (στο κούτελο) μοσχάρι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το τανά πηρπήαν ντo σο bαχτσ̑ά (μετέφεραν το μοσχάρι στον κήπο) Φλογ. -Dawk. Το χτηνό σας να ’εννήσει ’σερνικό τ͑ανά (Η γελάδα σας να γεννήσει αρσενικό μοσχάρι· περιπαικτική αρά) Ανακ. -Κωστ.Α. Σο στάβλο τα έχισ̑κεν ένα τανά (στο στάβλο υπήρχε ένα μοσχάρι) Φλογ. -Dawk. Ισ̑ύ τσ̑εγά σου ναυλή σ’ είχ̇ις τανάε ποτέ; (Εσύ είχες στην αυλή σου βόδια ποτέ;) Μισθ. -VLACH || Φρ. Έφαεν τ͑ανά τα μαλλιά τ' (το μοσχάρι του έφαγε τα μαλλιά˙ το έλεγαν αστειευόμενοι για τη φαλάκρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απαπ'κάτω τ' αραdίζουν τανά (σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του γυρεύουν μοσχάρι˙ όταν ζητούν προφάσεις - εκεί που δεν υπάρχουν - για να κατηγορήσουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Α σ̑εσμένο τανάς, τσ̑ιπ τη σουρού τα πράματα χα τα σ̑έσ̑ει (Ένας χεσμένος ταύρο όλα τα ζωντανά του κοπαδιού θα τα χέσει˙ Ένα κακό παράδειγμα παρασύρει κι άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ντέγγιλε, μικρό μ', ντέγγιλε, πού ντου βοσκήνει το τ͑ανά;
Ντετσ̑ειά κάτι στου ντερέ, έφαέν ντου τσ̑ι λύκους.
Ήρτι τσ̑ι κάκα τ', ντώκι του στου κώλου τ', έκλαψι.
(Ντέγγιλε, μικρό μου, ντέγγιλε, πού βόσκεις το μοσχάρι;
Εκεί κάτω στη ρεματιά, και το έφαγε ο λύκος.
Ήρθε και η γιαγιά του, τον χτύπησε στον κώλο, έκλαψε. )
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. μοσκάρι, ταυρί