ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταμπούρι (ουσ. ουδ.) ταbούρι [ta'buri] Αφσάρ., Γούρδ. ταbούρ [ta'bur] Γούρδ. τ͑απ͑ούρι [tʰaˈpʰuri] Φάρασ. Πληθ. ταbούρια [ta'burʝa] Αφσάρ., Γούρδ., Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. tabur (< ουγγρ. tábor· βλ. Nişanyan 2002-2022: λ. tabur) = α) τάγμα β) οχυρωμένο στρατόπεδο. Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. ταμπόρι (Συναδ. Χρον. 1.13.5 «ἦτον τὸ ταμπόρι τους ὑπέρκαλα ὀρδινιασμένο»).
Τάγμα, πλήθος ό.π.τ. : Τότε πατισ̑άχος σάλσε άνα ταbούρ ασκέρ, για να σκοτώσουν τα σεράνdα κλέφτε (τότε ο βασιλιάς έστειλε ένα τάγμα στρατιωτών, για να σκοτώσει τους σαράντα κλέφτες) Γούρδ. -Dawk. Τότε πατισ̑άχος έdωκε το κορίτσ̑ι τ, και σάλσε ερυό ταbούρια ασκέρ, για να μη έννουν ένα σεχ (τότε ο βασιλιάς έδωσε την κόρη του, και έστειλε δύο τάγματα στρατιωτών, για να αποτρέψει την ένωσή τους) Γούρδ. -Dawk. Άμα σ̑ύφτασαν σο μαγαρά, σάλσε και τ’ άλλο το ταbούρ (όταν έφτασαν στη σπηλιά, απομάκρυνε και το άλλο τάγμα) Γούρδ. -Dawk. Ογώ σάλτσα γυό ταbούρια ασκέρ (εγώ έστειλα δύο τάγματα στρατιωτών) Μισθ. -Dawk. Σηκώθηνι, πάγασινι αν ταbούρι εσκέρ σο μαγαρά (σηκώθηκε, έφερε ένα τάγμα στρατιωτών στη σπηλιά) Αφσάρ. -Dawk.