ταμπάνι
(ουσ. ουδ.)
ταbάν'
[taˈban]
Ανακ., Μισθ.
ταπ͑άνι
[taˈpʰani]
Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ταπάν'
[taˈpan]
Τσαρικ., Φλογ.
νταbάν'
[daˈban]
Μισθ., Σίλ.
νταπάν'
[daˈpan]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. taban = α) πέλμα β) σόλα γ) δάπεδο δ) βάση ε) κοίτη ποταμού στ) μτφ., σταθερότητα, ζ) διαλεκτ., φαρδιά δοκός ως σβάρνα, άροτρο, όπου και διαλεκτ. τύπ. daban και tapan.
1. Πέλμα ποδιού, πατούσα
Κίσκ., Μισθ., Φλογ.
:
Πάτ'σα μο το ταπ͑άνι σο φίδι 'πάνου
(Πάτησα με το πέλμα πάνω στο φίδι)
Κίσκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ376
|| Φρ.
Ασά νταπάνια τ΄απ'κάτω ξέβαν νισ̑κιές
(Από τις πατούσες του από κάτω βγήκαν φωτιές˙ περπάτησε πολύ και κουράστηκε)
Φάρασ., Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το μελό τ’ πόμεν σα νταπάνια τ’ απκάτω
(Το μυαλό του έμεινε κάτω από τα πέλματά του˙ Για τους αφηρημένους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Δάπεδο, πάτωμα
Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ.
:
Σε σουνgίσου μιά νταμπάνι μου
(Θα σφουγγαρίσω το πάτωμά μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κάτσανι στηη σο ταπάνι τἔνα 'γνένdα 'ς άου
(Έκατσαν καταγής στο πάτωμα, ο ένας αντίκρυ στον άλλο)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
3. Βάση
Φάρασ.
β.
Κάτω πλευρά
Φλογ.
:
Το ταπάν' ξέβαλεν καλό πιλιάρ’
(Η κάτω πλευρά, ενν. του χωραφιού, έβγαλε καλής ποιότητας σίκαλη
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
4. Ξύλινη σβάρνα, φαρδιά δοκός που χρησιμοποιείται ως σβάρνα
Ανακ., Τσαρικ., Φάρασ.
5. Εξώφυλλο, κάλυμμα βιβλίου
Μισθ.
:
Ντου νταbάν' τσ̑όδουν ντερματιώνας
(Το εξώφυλλο ήταν δερμάτινο)