ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταμπάκι (ουσ. ουδ.) ταbάκ' [taˈbak] Σίλατ. ταbάχ' [ta'bax] Αραβαν., Σίλ. ταπάχ̇ι [taˈpaxi] Αραβαν., Φάρασ. Πληθ. ταbάχ̇ια [ta'baxʝa] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. tabak = πιάτο, όπου και διαλεκτ. τύπ. tabah.
1. Πιάτο Αραβαν., Σίλατ., Σίλ. : Πήρε ερυό ταbάχ̇ια γεμέκια και ήφερεν ντα ομbρό μ' (Πήρε δυο πιάτα φαγητά και τα έφερε μπροστά μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ήφερε πολλά γεμέκια 'ς ασ̑ημιώνας ταbάχ̇ια μέσα (έφερε πολλά φαγητά μέσα σε ασημένια πιάτα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τσάκουσιν τα ταμπάχ' (Έσπασε το πιάτο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Σ̑ίφταχ να ντώκεις ασ' το ταπάχ̇ι σ' σο σ̑κυλί να φάει (Πρώτα να δώσεις από το πιάτο σου στο σκυλί να φάει) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. πινέκι, πιάτο, σκουτέλι :1, τεκέρι
β. Δίσκος για κέρασμα Φάρασ.
2. Μεγάλη κόλλα για γράψιμο Φάρασ.
Συνών. πινέκι