ταμπάκι
(ουσ. ουδ.)
ταbάκ'
[taˈbak]
Σίλατ.
ταbάχ'
[ta'bax]
Αραβαν., Σίλ.
ταπάχ̇ι
[taˈpaxi]
Αραβαν., Φάρασ.
Πληθ.
ταbάχ̇ια
[ta'baxʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. tabak = πιάτο, όπου και διαλεκτ. τύπ. tabah.
1. Πιάτο
Αραβαν., Σίλατ., Σίλ.
:
Πήρε ερυό ταbάχ̇ια γεμέκια και ήφερεν ντα ομbρό μ'
(Πήρε δυο πιάτα φαγητά και τα έφερε μπροστά μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήφερε πολλά γεμέκια 'ς ασ̑ημιώνας ταbάχ̇ια μέσα
(έφερε πολλά φαγητά μέσα σε ασημένια πιάτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τσάκουσιν τα ταμπάχ'
(Έσπασε το πιάτο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Σ̑ίφταχ να ντώκεις ασ' το ταπάχ̇ι σ' σο σ̑κυλί να φάει
(Πρώτα να δώσεις από το πιάτο σου στο σκυλί να φάει)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
πινέκι, πιάτο, σκουτέλι :1, τεκέρι
β.
Δίσκος για κέρασμα
Φάρασ.
2. Μεγάλη κόλλα για γράψιμο
Φάρασ.
Συνών.
πινέκι