ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταμάν (επίρρ.) τ͑αμάν [tʰaˈman] Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίρρ. taman = α) λοιπόν β) έτσι δεν είναι και ως διαλεκτ. σημ. γ) φυσικά δ) μόλις τώρα (Αναστασιάδης 1980: 117) ή από το τουρκ. επίρρ. tamaman = α) εντελώς β) επακριβώς γ) διά παντός (Dawkins 1916: 649).
1. Αναμφίβολα Τσουχούρ., Φάρασ. : Συ πάλι ταμάν α γιάσεις (Εσύ πάλι σίγουρα θα γελάσεις) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Την ίδια στιγμή, αμέσως, τώρα Φάρασ. : Αdόdε, σάμου φτέν'καμε το γκαdζί, ταμάν - είπα ντι «'α φέρω τη qάζα» (Τότε, ενώ κάναμε κουβέντα (δηλ. μιλούσαμε) την ίδια στιγμή, λέω «Θα φέρω τη χήνα») Φάρασ. -Dawk.
3. Ως σύνδ., μα Ουλαγ. : Ταμάν ντο έπες 'τον (μα το είχες πει) Ουλαγ. -Κεσ. Ταμάν ντεν ντο μπελ-λεdάς; (μα, δεν το θυμάσαι;) Ουλαγ. -Κεσ.