ταλάσι
(ουσ. ουδ.)
ταλάσ'
[taˈlas]
Μαλακ.
Πληθ.
τ͑αλάσια
[tʰaˈlasʝa]
Σίλ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. talaş = ροκανίδι.
Ροκανίδια
ό.π.τ.
:
Ξέβασι ένα σουρού τ͑αλάσια
(Έβγαλε ένα σωρό ροκανίδια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6