τακαβίτης
(ουσ. αρσ.)
τακαβίτης
[takaˈvitis]
Σινασσ.
τακαβίτ'
[takaˈvit]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. tekaüt όπου και παλαιότ./ διαλεκτ. τύπ. takavut = α) συνταξιοδότηση β) συνταξιούχος (< αραβ. taḳāˁud = α) αδράνεια β) απομόνωση). Η λ. και Θράκ.
1. Συνταξιούχος
ό.π.τ.
2. Απόστρατος
Μαλακ.