ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταζίρι (ουσ. ουδ.) ταζίρι [taʹziri] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. ta'zir = α) επίπληξη, κατσάδα β) ξυλοδαρμός, σωματική ποινή.
1. Κατσάδα, επίπληξη
2. Σωματική ποινή, τιμωρία : || Ασμ. Τσάπου σε αγκτιένι είσι χαζίρι, τις τουσμάνοι φταίνεις τα ταζίρι,
σο άβγκο σου πάνω το θηκάρι παρλατίζει
(Όπου σε φωνάζουν είσαι έτοιμος, τους εχθρούς τους τιμωρείςπάνω στο άλογό σου το θηκάρι λάμπει
(για τον Αγ. Γεώργιο))
Φάρασ. -Ιορδαν.
Τροποποιήθηκε: 15/11/2025