τάζω
(ρ.)
τάζω
['tazo]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
τάζου
['tazu]
Μισθ., Φάρασ.
τάγου
['taɣu]
Μαλακ.
τάγνω
[ʹtaɣno]
Ανακ.
Παρατατ.
τάισ̑κα
[ˈtaiʃka]
Ποτάμ.
Προστ.
τάι
['tai]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. τάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. τάσσω = τοποθετώ. Η σημ. ‘υπόσχομαι' νεότ.
Τάζω, υπόσχομαι σε κάποιον κάτι
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Τάι να μη σι κρεμάσουμ'
(τάξε για να μη σε κρεμάσουμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
ανταντίζω :3, συντάσσω
β.
Τάζω σε άγιο
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
Τάζαμε σ̑ην παναΐα και στους αγίους και παρακαλένκαμε το θεό να γίνει κάποιος καλά
(τάζαμε στην Παναγία και στους αγίους και παρακαλούσαμε τον Θεό να γίνει κάποιος καλά
)
Φάρασ., Φλογ.
-ΕΚΠΑ 2142
Τάεις τα και ήφτεις τα
(Τα τάζεις (ενν. τα κεριά) και τα ανάβεις
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812