ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταϊφάς (ουσ. αρσ.) ταϊφάς [taiˈfas] Φλογ. Nεότ. ουσ. ταϊφάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. tayfa = α) ομάδα στρατιωτών β) πλήρωμα πλοίου γ) ναύτης
Ομάδα στρατιωτών : Έρονται ταϊφάδε, πιάνουν το (Έρχονται στρατιώτες, την συλλαμβάνουν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812