ταϊφάς
(ουσ. αρσ.)
ταϊφάς
[taiˈfas]
Φλογ.
Nεότ. ουσ. ταϊφάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. tayfa = α) ομάδα στρατιωτών β) πλήρωμα πλοίου γ) ναύτης
Ομάδα στρατιωτών
:
Έρονται ταϊφάδε, πιάνουν το
(Έρχονται στρατιώτες, την συλλαμβάνουν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812