τακίρ
(ουσ. ουδ.)
τακίρ
[ta'cir]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. takır = χαρακτηρισμός ξερού εδάφους (THADS, λ. takır III)
Σκληρό έδαφος