ταλάκι
(ουσ. ουδ.)
ταλάχι
[taˈlaçi]
Κίσκ., Φάρασ.
ταλάχ'
[taˈlax]
Αραβ.
νταλάχ
[daˈlax]
Ανακ., Αξ.
Θηλ.
νταλάκα
[daˈlaka]
Ανακ.
Πληθ.
ταλάκια
[taˈlaca]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. dalak (< παλ. τουρκ. talāḳ) = α) σπλήνα β) κηρήθρα γ) διαλεκτ., η πάθηση άνθρακας, όπου και διαλεκτ. τύπ. talak και dalah.
2. Πάθηση της σπλήνας
Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ.
:
Το άρρωστο κατουρίνισκε το ταλάχ’, ένα πράσινο χωρίδ’
(Ο άρρωστος ουρούσε το ταλάχι, ένα πράσινο κάτουρο)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Πιάνισ̑κεν τα νταλάκα
(Έπαθαν ασθένεια της σπλήνας)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Το πρησμένο πρόβατο από δηλητηριώδες χόρτο
Αξ.