ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταλάκι (ουσ. ουδ.) ταλάχι [taˈlaçi] Κίσκ., Φάρασ. ταλάχ' [taˈlax] Αραβ. νταλάχ [daˈlax] Ανακ., Αξ. Θηλ. νταλάκα [daˈlaka] Ανακ. Πληθ. ταλάκια [taˈlaca] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. dalak (< παλ. τουρκ. talāḳ) = α) σπλήνα β) κηρήθρα γ) διαλεκτ., η πάθηση άνθρακας, όπου και διαλεκτ. τύπ. talak και dalah.
1. Σπλήνα Ανακ., Αραβαν., Κίσκ., Ποτάμ., Φάρασ. Συνών. σπλήνα
2. Πάθηση της σπλήνας Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ. : Το άρρωστο κατουρίνισκε το ταλάχ’, ένα πράσινο χωρίδ’ (Ο άρρωστος ουρούσε το ταλάχι, ένα πράσινο κάτουρο) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Πιάνισ̑κεν τα νταλάκα (Έπαθαν ασθένεια της σπλήνας) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Το πρησμένο πρόβατο από δηλητηριώδες χόρτο Αξ.