ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τακάς (ουσ. αρσ.) τακάς [taˈkas] Σινασσ., Φάρασ. τ͑ακ͑άς [tʰaˈkʰas] Φάρασ. τ͑α̈κα̈́ς [tʰæˈkæs] Φάρασ. τεκιά [teˈca] Μισθ. τ͑εκές [tʰeˈces] Μισθ. τεκέ [teˈce] Αραβ., Δίλ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. Μεσν. ουσ. τακάς ή τεκάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. teke = τράγος. Η λ. σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 137).
1. Τράγος Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Πούτε τζ̑αι πούτε λειφτίνgε 'ς την αγέλη του τζ̑' α 'ίδι γι' αν τ͑ακ͑άς (Που και που έλειπε από την αγέλη του και ένα γίδι ή ένας τράγος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Αρσενικό κατσίκι ενός έτους Αραβ., Δίλ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. : Κρέμαναμ’ ντου μέγαν ντου λοboύρ σου σερνικό τεκιά (κρεμούσαμε το μεγάλο κουδούνι στο αρσενικό κατσίκι) Μισθ. -Κοτσαν. Εκεί έχισκε τεκέ· έχισκε 40 καλόγερους, ντεβρίσα τα λέισκαν (Εκεί είχε τεκέ· είχε 40 καλογέρους, τους έλεγαν δερβίσηδες) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 || Φρ. Τεκέ γατιμί (οργασμός των αρσενικών κατσικιών˙ η περίοδος ζευγαρώματος των κατσικιών. Η φρ. από το τουρκ. t<em>eke katımı </em> = περίοδος ζευγαρώματος των κατσικιών, πβ. <em>koç katımı </em>= η περίοδος ζευγαρώματος των προβάτων) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.