τακάς
(ουσ. αρσ.)
τακάς
[taˈkas]
Σινασσ., Φάρασ.
τ͑ακ͑άς
[tʰaˈkʰas]
Φάρασ.
τ͑α̈κα̈́ς
[tʰæˈkæs]
Φάρασ.
τεκιά
[teˈca]
Μισθ.
τ͑εκές
[tʰeˈces]
Μισθ.
τεκέ
[teˈce]
Αραβ., Δίλ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. τακάς ή τεκάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. teke = τράγος. Η λ. σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 137).
1. Τράγος
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Πούτε τζ̑αι πούτε λειφτίνgε 'ς την αγέλη του τζ̑' α 'ίδι γι' αν τ͑ακ͑άς
(Που και που έλειπε από την αγέλη του και ένα γίδι ή ένας τράγος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Αρσενικό κατσίκι ενός έτους
Αραβ., Δίλ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
:
Κρέμαναμ’ ντου μέγαν ντου λοboύρ σου σερνικό τεκιά
(κρεμούσαμε το μεγάλο κουδούνι στο αρσενικό κατσίκι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εκεί έχισκε τεκέ· έχισκε 40 καλόγερους, ντεβρίσα τα λέισκαν
(Εκεί είχε τεκέ· είχε 40 καλογέρους, τους έλεγαν δερβίσηδες)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
|| Φρ.
Τεκέ γατιμί
(οργασμός των αρσενικών κατσικιών˙ η περίοδος ζευγαρώματος των κατσικιών. Η φρ. από το τουρκ. t<em>eke katımı </em> = περίοδος ζευγαρώματος των κατσικιών, πβ. <em>koç katımı </em>= η περίοδος ζευγαρώματος των προβάτων)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.