ταζός
(επίθ.)
τ͑αζός
[tʰaˈzos]
Σατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
τ͑εζέ
[tʰeˈze]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
τεζέρια
[teˈzerʝa]
Αραβαν.
τεζέγια
[teˈzeʝa]
Φερτάκ.
τ͑εζέε
[tʰeˈzee]
Μισθ.
τα̈ζα̈́
[tæˈzæ]
Μισθ.
τ͑αζά
[tʰaˈza]
Φάρασ.
ταζά
[taˈza]
Τσαρικ.
Νεοτ. επίθ. ταζός, το οπ. από το τουρκ. επίθ. taze = καινούργιος, φρέσκος, όπου και διαλεκτ. τύπ. teze (TSS, λ. teze).
1. Καινούργιος, νέος
ό.π.τ.
:
Όσα πρόβατα μπουν σο τεζέ σο αχίρ ταμόν νται
(όσα πρόβατα μπουν στον καινούργιο στάβλο ας είναι δικά μου)
Αραβαν.
-Dawk.
Ήρτιν τσ̑αι Άι Δηρμήτης, ν' ανοίξουμε το ταζό κρεσί να πούμε
(Ήρθε και ο Οκτώβριος, να ανοίξουμε το νέο κρασί να πιούμε)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Την Πρωτοχρονιά πήρμου να ξημερώσει οι ναίτσις πααίγκαν ση βρύση, μο τα σιτίλα τσαι τα κουκούμα τσαι φερίγκαν το ταζό το νερό
(Την Πρωτοχρονιά πριν να ξημερώσει οι γυναίκες πήγαιναν στη βρύση με τα καρδάρια και τα κανάτια και έφερναν "το καινούργιο νερό»)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πάγασαν τα παρεδωμένα σου ποίτζ̑εν το φίδι το ταζόν το γονάχ̇ι
(Πήγαν οι νιόπαντροι στο καινούργιο παλάτι που έφτιαξε το φίδι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
τ͑αζό νύφη είσι τσ̑αι τζ̑ο καdζ̑έφ’
(καινούργια νύφη είσαι και δεν μιλάς;˙ για τους ντροπαλούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Ήρταν τα τεζέργια να κατακωλύσουν τα παλιά
(ήρθαν οι νέοι να διώξουν τους παλιούς˙ γγια σφετερισμό των κεκτημένων δικαιωμάτων κάποιου από νεοφερμένους)
-Φωστ.-Κεσ.
Ήρτα τα τ͑αζά να γατιέσουν ντα παλα̈́
(ήρθαν τα νέα να διώξουν τα παλιά˙ ό,τι και η προηγ. φρ.)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το τεζέ μ’ το κόσ̑κινο, πού να σε κρεμάσω, κι όνdενε παλιωρείς, πού να σε πετάσω
(το καινούργιο μου το κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού να σε πετάξω˙ υπερηφανευόμαστε πολύ για τα νέα μας αποκτήματα αν και αυτά θα παλιώσουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
καινούργιος
2. Φρέσκος
ό.π.τ.
:
Τεζέγια γκαπάκια
(Φρέσκα κολοκύθια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
τ͑εζέε γαbάχ̇ια
(φρέσκα κολοκύθια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
σημερινός :3, χλωρός
3. Τρυφερός
Σίλ., Φλογ.
:
Αυτά τα χορτάρια πολύ ταζά είναι
(Αυτά τα χορτάρια είναι πολύ τρυφερά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Βολονίτσα ήταν ένα χόρτο σα βελόνια· 'φότ' κειότον τεζέ, τρώισκάμ' το
(Βελονίτσα ήταν ένα χόρτο σαν βελόνια· όταν ήταν τρυφερό, το τρώγαμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γκέντσι, τρυφερός
4. Νεογέννητο, βρέφος
ό.π.τ.
:
Του ένdουνε το μαχτσούμι τ͑αζά, 'υρεύουν ντα οι μισαφούροι να πουλήσουμε
(το μωρό που ήταν νεογέννητο, οι καλεσμένοι ζητούν να το πουλήσουμε)
Φάρασ.
-Dawk.
Δου βιλλί σ' τουγιάσι ή ακόμ' τα̈ζα̈́ 'σι;
(Το πουλί σου έβγαλε τρίχες ή ακόμα είσαι μωρό;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Είχαν ένα ταζά φσάχ'
(Είχαν ένα μωρό παιδί)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
βαβά, μαχτσούμι, μαχτσουμόκκο, τσανός