ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σημερινός (επίθ.) σημερ'νό [simerˈno] Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. σ̑ημερ'νός [ʃimerˈnos] Σίλ. σ̑ημερ'νό [ʃimerˈno] Αραβαν. σημερ'νού [simerˈnu] Μισθ., Ουλαγ. σ̑ημερ'νού [ʃimerˈnu] Αξ. Μεταγν. επίθ. σημερινός.
1. Σημερινός ό.π.τ. : Σημερ’νο το μέρα (Η σημερινή ημέρα) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 404 σ̑ημερ'νό φάημα χοσ̑ά 'ναι (Το σημερινό φαγητό είναι καλό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ιτο ντου όργου ντέ 'νι σημερ'νού (Αυτή η δουλειά δεν είναι σημερινή) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Τωρινός, παροντικός Φάρασ. Συνών. εδαρανός
3. Φρέσκος Φάρασ. Συνών. ταζός, χλωρός