σημερινός
(επίθ.)
σημερ'νό
[simerˈno]
Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ.
σ̑ημερ'νός
[ʃimerˈnos]
Σίλ.
σ̑ημερ'νό
[ʃimerˈno]
Αραβαν.
σημερ'νού
[simerˈnu]
Μισθ., Ουλαγ.
σ̑ημερ'νού
[ʃimerˈnu]
Αξ.
Μεταγν. επίθ. σημερινός.
1. Σημερινός
ό.π.τ.
:
Σημερ’νο το μέρα
(Η σημερινή ημέρα)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
σ̑ημερ'νό φάημα χοσ̑ά 'ναι
(Το σημερινό φαγητό είναι καλό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ιτο ντου όργου ντέ 'νι σημερ'νού
(Αυτή η δουλειά δεν είναι σημερινή)
Μισθ.
-Κοτσαν.