σιγιρμά
(ουσ. ουδ.)
σιγιρμά
[siʝirˈma]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. sıyırma = καθαρίζω σκεύος ξύνοντάς το. Η σημ. πιθ. λόγω του τσικνίσματος των μαγερικών σκευών.
Πβ.
σιγιρντώ
Οι εβδομάδα κατά τις οποίες καταλύεται η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής