σίγρα
(ουσ. θηλ.)
σ̑ι̂́γρα
['ʃɯɣra]
Αραβαν., Γούρδ.
Πληθ.
σ̑ίγρες
['ʃiɣres]
Γούρδ.
Από το αραβ. ουσ. šargh ή širgh = μικρός βάτραχος. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 210).
Φρύνος
ό.π.τ.
:
Bαρτλάκες, σ̑ίγρες, οφίρια, χελώνες και άλλα
(Βάτραχοι, φρύνοι, φίδια, χελώνες και άλλα)
Γούρδ.
-Dawk.