ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιδερώνω (ρ.) σιδερώνω [siðeˈrono] Ανακ. σιδερώνου [siðeˈronu] Μισθ. Νεότ. ρ. σιδερώνω (βλ. Λεξ. Πόρτ., σ. 185), το οπ. από το μεταγν. ρ. σιδηρόω = καλύπτω με σίδερο, βάζω σίδερα.
1. Βάζω κάποιον στα σίδερα, αλυσοδένω Ανακ. : || Ασμ. Διπλά, τριπλά σιδέρωσαν, έχουν το και παγαίνουν (Διπλά τριπλά τον αλυσόδεσαν, τον κρατούν και πηγαίνουν) Ανακ. -Θέρ.Ακρ.
2. Βάζω κάγκελο σε κτίσμα Ανακ.
3. Σιδερώνω ρούχα Μισθ. : Να πλύνου να σιδερώσου (θα πλύνω, θα σιδερώσω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.