σιζιλτούς
(ουσ. αρσ.)
σιζιλτούς
[sizilˈtus]
Φάρασ.
σιζιλτ͑ούς
[sizilˈtʰus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sızıltı = α) παράπονο, δυσαρέσκεια β) ως διαλεκτ. σημ., πόνος (THADS, λ. sızıltı).
Ελαφρός αλλά ενοχλητικός πόνος, τσούξιμο
ό.π.τ.