ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιζιλτούς (ουσ. αρσ.) σιζιλτούς [sizilˈtus] Φάρασ. σιζιλτ͑ούς [sizilˈtʰus] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sızıltı = α) παράπονο, δυσαρέσκεια β) ως διαλεκτ. σημ., πόνος (THADS, λ. sızıltı).
Ελαφρός αλλά ενοχλητικός πόνος, τσούξιμο ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 24/02/2025