σίδερο
(ουσ. ουδ.)
σίδερο
[ˈsiðero]
Ανακ., Σατ., Φκόσ.
σ̑ίγερο
[ˈʃiʝero]
Αξ.
σίδ’ρο
[ˈsiðro]
Φάρασ.
σίδ’ρου
[ˈsiðru]
Μαλακ.
σ̑ίδρου
[ˈʃiðru]
Μαλακ.
σ̑ί’ηρο
[ˈʃiiro]
Μισθ.
σ̑ί’ηρου
[ˈʃiiru]
Δίλ., Μισθ.
σ̑ίχηρο
[ˈʃiçiro]
Μισθ.
σ̑ίχηρου
[ˈʃiçiru]
Μισθ.
σίδερα
[ˈsiðera]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. σἰδερο, το οπ. από μεσν. σίδερον (< μεταγν. πληθ. σίδερα και αρχ. σίδηρος).
1. Ο σίδηρος και καταχρηστικά κάθε είδους μέταλλο
ό.π.τ.
:
Κάφτισ̑καν ένα σ̑ί’ηρου
(ἐκαιγαν ένα σίδερο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σιδερού ρουσ̑ί, σιδερού μαdένι
(Βουνό σιδήρου, ορυχείο σιδήρου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντου γρέζο που βγαίνιξι, εκείνου χώριζαμ', παίριξαμ' ντου χώρια απ' τα σίδερα
(το γράσο που έβγαινε εκείνο το χωρίζαμε, το παίρναμε χώρια από τα σίδερα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το σίδερον χωρίς, το τσ̑ελίκιν χωρίς
(Το σίδερο χωριστά, το ατσάλι χωριστά˙ Πρέπει να διαχωρίζονται οι καλοί/ικανοί από τους κακούς/ανίκανους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Κομμάτι από μέταλλο συνήθ. σε σχήμα ράβδου
ό.π.τ., Φάρασ.
:
Μο μο το ξύ’ου μού τά κρους, δώσ' τα τσαι μο το σίδ'ρο
(μόνο με το ξύλο μην το χτυπάς, χτυπά το και με το σίδερο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
τ̔ουφενιού σί’ηρο
(Τουφεκιού σίδερο˙ Η κάννη του όπλου)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
3. Σιδερένια δεσμά
Καππ.
:
Μι τα σ̑ίχηρα δε μπόρ’ α τα κρατήσεις
(ούτε με τα σιδερένια δεσμά δεν μπορούσες να τα συγκρατήσεις)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Δίπλα δένουν τα σίδερα τριδιπλά τ’ αλυσίδι
(διπλά δένουν τα σιδερένια δεσμά, τρίδιπλα την αλυσίδα)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.Άσμ.
4. Αντί επιθέτου, σιδερένιος, φτιαγμένος από σίδηρο και κατ' επέκταση ανθεκτικός ή σκληρός
Ανακ.
:
Σίδερο φωνή
(σιδερένια, σκληρή φωνή)
Ανακ.
-Cost.