σιγκτιέω
(ρ.)
σιγκτιέου
[siŋgtiˈeu]
Φάρασ.
σιγτιέω
[siɣtiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. sinmek = α) κρύβομαι β) λουφάζω γ) απορροφιέμαι δ) χωνεύομαι (< παλαιότ. τουρκ. siŋmek = απορροφιέμαι, χωνεύομαι).
Χωνεύω
ό.π.τ.