ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιγκντώ (ρ.) σιντώ [sinˈdo] Μαλακ. σιγκτιέου [siŋgtiˈeu] Φάρασ. σιγτιέω [siɣtiˈeo] Φάρασ. Αόρ. σίγκσα [ˈsiŋgsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. sinmek (< παλαιότ. siŋmek) = α) απορροφιέμαι β) χωνεύομαι γ) κρύβομαι, λουφάζω.
1. Χωνεύω Φάρασ.
2. Παραμονεύω Μαλακ.