σιγκντώ
(ρ.)
σιντώ
[sinˈdo]
Μαλακ., Σινασσ.
σιγκτιέου
[siŋgtiˈeu]
Φάρασ.
σιγτιέω
[siɣtiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
σίγκσα
[ˈsiŋgsa]
Μαλακ.
σίν’σα
[ˈsinsa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. sinmek (< παλαιότ. siŋmek) = α) απορροφιέμαι β) χωνεύομαι γ) κρύβομαι, λουφάζω.
3. Παραμονεύω
Μαλακ., Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025