ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιγκντώ (ρ.) σιντώ [sinˈdo] Μαλακ., Σινασσ. σιγκτιέου [siŋgtiˈeu] Φάρασ. σιγτιέω [siɣtiˈeo] Φάρασ. Αόρ. σίγκσα [ˈsiŋgsa] Μαλακ. σίν’σα [ˈsinsa] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. sinmek (< παλαιότ. siŋmek) = α) απορροφιέμαι β) χωνεύομαι γ) κρύβομαι, λουφάζω.
1. Χωνεύω Φάρασ. Συνών. χωνεύω
2. Μαζεύομαι Σινασσ. Συνών. τσεβιλντίζω
3. Παραμονεύω Μαλακ., Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025