σιγκντώ
(ρ.)
σιντώ
[sinˈdo]
Μαλακ.
σιγκτιέου
[siŋgtiˈeu]
Φάρασ.
σιγτιέω
[siɣtiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
σίγκσα
[ˈsiŋgsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. sinmek (< παλαιότ. siŋmek) = α) απορροφιέμαι β) χωνεύομαι γ) κρύβομαι, λουφάζω.
1. Χωνεύω
Φάρασ.
2. Παραμονεύω
Μαλακ.