σιγατώ
(ρ.)
σιγατώ
[siɣaˈto]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. sığanmak = χαϊδεύω (Tietze 2019, λ. sığan- Ι).
Τροποποιήθηκε: 10/07/2025