σιγιρτζούχι
(ουσ. ουδ.)
σιγιρτσ̑ούχι
[siʝirˈtʃuçi]
Φάρασ.
σιγριτζ̑ούχε
[siɣriˈdʒuxe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sığırcık= ψαρόνι.
Το πτηνό ψαρόνι (Sturnus vulgaris)
:
Σώρεψε τα σιγριτζ̑ούχε, ήφερεν τα στο σπίτι τ’ς, ποίτζ̑εν τα καβουρμάς τζ̑αι τρία χρόνε τρώνκε
(Mάζεψε τα ψαρόνια, τα έφερε στο σπίτι της, τα έκανε καβουρμά και έτρωγε τρία χρόνια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.