σιδεράτης
(ουσ. αρσ.)
σιδεράτ'
[siðeˈrat]
Φκόσ.
Από το ουσ. σίδερο και το παραγωγ. επίθμ. -άτης < -άτος.
Σιδεράς
Συνών.
ντεμιρτζής