ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σίδι (ουσ. ουδ.) σίδι ['siði] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από αμάρτ. μεσν. ουσ. οἰσίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. οἶσος = λυγαριά. Bλ. σχετικά Dawkins (1921: 59), όπου ο ίδιος αναθεωρεί την παλαιότ. δική του (Dawkins 1915: 643) ετυμολόγηση από το μεσν. ουσ. σίδι = ροδιά, υποκορ. του αρχ. ουσ. σίδη = α) ροδιά β) είδος υδροχαρούς φυτού.
Ιτιά ό.π.τ. : Σιδού φύα (φύλλα ιτιάς) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Ασμ. Χιτάτε να υπάμε σον Έζ Βασίλη
να κρεμάσουμε τα κρα̈́τα σο σίδι
(Τρεχάτε να πάμε στον Αι-Βασίλη,
να κρεμάσουμε τα κρεάτα στην ιτιά
(άσμ. πρωτοχρονιάτικης πομπής στο σπήλαιο του Αγ. Βασιλείου))
Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
Χιτάτε να πάμε στο αμbέλι
να κρεμάσωμεν το πρόβατο στο σίδι
(Ελάτε να πάμε στο αμπέλι,
να κρεμάσουμε το πρόβατο στην ιτιά)
Φάρασ. -Lag.