σιιργούς
(ουσ. ουδ.)
σιιργούς
[siirˈɣus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sıyırgı =α) είδος μαχαιριού β) διαλεκτ., μεγάλο δρεπάνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. sıyırğı.
Θέρισμα με δρεπάνι