ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιζλαντίζω (ρ.) σιζλαdίζω [sɯzlaˈdɯzo] Αραβαν. σιζιλατίζω [sizilaˈtizo] Φάρασ. σιζιλατίζου [sizilaˈtizu] Φάρασ. σουζουλατίζω [suzulaˈtizo] Μαλακ. σιλαΐζω [silaˈizo] Μισθ. σουλαΐζω [sulaˈizo] Μισθ. σ’λαdίζω [slaˈdizo] Ανακ. σιζλαdώ [sɯzlaˈdo] Φάρασ. σιζιλατώ [sizilaˈto] Φάρασ. σιλαdού [sɯlaˈdu] Ουλαγ. σι̂λατώ [sɯlaˈto] Φλογ. ζλανdώ [zlanˈdo] Δίλ. σιζιλατώου [sizilaˈtou] Φάρασ. σιζιλτώ [sizilˈto] Σινασσ. σουζουλτώ [suzulˈto] Σινασσ. Εν. γ' σιλαdίζ̑’ [sɯlaˈdɯʒ] Αξ. ’λαdίσ̑’ [laˈdiʃ] Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ. Υποτ. ’λατίσ̑’ [laˈtiʃ] Μαλακ. Από τον αόρ. sızladı του τουρκ. ρ. sızlamak = α) πονάω ελαφρώς β) τσούζω γ) παραπονούμαι, κλαψουρίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sızılamak.
1. Αμτβ., πονάω ό.π.τ. : Ντο στρέι μ’σιλαdά (η ράχη μου πονάει) Ουλαγ. -Κεσ. Σ' λαdίζουν τα μέσα του (Πιάνεται η μέση του) Ανακ. -Κωστ.Α. Nτώκα ντου πτιάρι μ' τσι σουλαΐζ' (χτύπησα το πόδι μου και πονά) Μισθ. -Κοτσαν. Σουλαΐζ' ντου κοτσί μ'απ΄ ντου βυζί μ' (με πονά η ρώγα του μαστού μου) Μισθ. -Κοτσαν. Όποιο γιάνι σ' σι̂λατά το ψ̇η σ' ικεί 'ναι (Όποια πλευρά σου πονάει, εκεί είναι η ψυχή σου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Λατίζουν και σουζουλατίζουν τα μάτια μ’ (Τα μάτια μου πονάνε πολύ) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177 || Παροιμ. Όπσ̑ο νταχτύλ’ να κόψ̑εις σιλαdίζ̑’ (όποιο δάχτυλο και να κόψεις, πονά˙ οι γονείς αγαπούν το ίδιο όλα τους τα παιδιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. πονώ, λαγγεύω
2. Τσούζω Φάρασ.
3. Γκρινιάζω Σινασσ.
4. Διστάζω Σινασσ.