σιζλαντίζω
(ρ.)
σιζλαdίζω
[sɯzlaˈdɯzo]
Αραβαν.
σιζιλατίζω
[sizilaˈtizo]
Φάρασ.
σιζιλατίζου
[sizilaˈtizu]
Φάρασ.
σουζουλατίζω
[suzulaˈtizo]
Μαλακ.
σιλαΐζω
[silaˈizo]
Μισθ.
σουλαΐζω
[sulaˈizo]
Μισθ.
σ’λαdίζω
[slaˈdizo]
Ανακ.
σιζλαdώ
[sɯzlaˈdo]
Φάρασ.
σι̂λαdι̂́ζ̑ω
[sɯlaˈdɯʒo]
Αξ., Τροχ.
σιζιλατώ
[sizilaˈto]
Φάρασ.
σιλαdού
[sɯlaˈdu]
Ουλαγ.
σι̂λατώ
[sɯlaˈto]
Φλογ.
ζλανdώ
[zlanˈdo]
Δίλ.
σιζιλατώου
[sizilaˈtou]
Φάρασ.
σιζιλτώ
[sizilˈto]
Σινασσ.
σουζουλτώ
[suzulˈto]
Σινασσ.
λαdίζω
[laˈdizo]
Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ.
λατίζω
[laˈtizo]
Μαλακ.
Από τον αόρ. sızladı του τουρκ. ρ. sızlamak = α) πονάω ελαφρώς β) τσούζω γ) παραπονούμαι, κλαψουρίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sızılamak.
1. Αμτβ., πονάω
ό.π.τ.
:
Ντο στρέι μ’ σιλαdά
(H ράχη μου πονάει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σ'λαdίζουν τα μέσα του
(Πιάνεται η μέση του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Nτώκα ντου πτιάρι μ' τσι σουλαΐζ'
(χτύπησα το πόδι μου και πονά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σουλαΐζ' ντου κοτσί μ'απ΄ ντου βυζί μ'
(με πονά η ρώγα του μαστού μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Όποιο γιάνι σ' σι̂λατά το ψ̇η σ' ικεί 'ναι
(Όποια πλευρά σου πονάει, εκεί είναι η ψυχή σου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Λατίζουν και σουζουλατίζουν τα μάτια μ’
(Τα μάτια μου πονάνε πολύ)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-ΚΠ177
Σι̂λαdι̂́ζ’ το γούτσ̑ι
(Πονάει το πόδι)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Όπσ̑ο νταχτύλ’ να κόψ̑εις σιλαdίζ̑’
(Όποιο δάχτυλο και να κόψεις, πονά˙ οι γονείς αγαπούν το ίδιο όλα τους τα παιδιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
πονώ, λαγγεύω
2. Τσούζω
Φάρασ.
3. Γκρινιάζω
Σινασσ.
4. Διστάζω
Σινασσ.