ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρατώ (ρ.) κρατώ [kraˈto] Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. κρετώ [kreˈto] Φάρασ. Παρατατ. κρατείνκα [kraˈtinka] Φάρασ. κράτανα [ˈkratana] Μισθ., Φάρασ. γκραdείνκα [graˈdinka] Φάρασ. Αόρ. κράτ'σα [ˈkratsa] Φάρασ. gράτ'σα [ˈgratsa] Φάρασ. Υποτ. κρετώ [kreˈto] Φάρασ. κρατήσου [kraˈtisu] Μισθ. Προστ. κράει [ˈkrai] Φάρασ. Παθ. Μτχ. κρατημένο [kratiˈmeno] Σινασσ. Από το αρχ. ρ. κρατῶ = α) κυριαρχώ, κυριεύω β) παίρνω στην κατοχή μου γ) ελέγχω δ) διατάζω. Οι σημ. 1α, 1β και 2 μεταγν.
1. Βαστώ, έχω στα χέρια Μισθ., Φάρασ. : Ούλα ντα μεγάλα κράταναν παστόνια (Όλοι οι ηλικιωμένοι κρατούσαν μπαστούνια) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Ντο μελό σ' ντε κρατά (Το μυαλό σου δεν κρατά˙ το μυαλό σου δεν κόβει) Ουλαγ. -Κεσ. || Ασμ. Ξανθή κόρη κασλάτισε, κι ασ' το λουτρόν εβγαίνει
κρατεί κτένι στα χέρε της, γαϊτάνι στα μαλλιά της
(Ξανθή κόρη συνάντησε καθώς βγαίνει από το λουτρό
Κρατάει χτένι στα χέρια της, κορδέλα στα μαλλιά της)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. βαστώ :1
2. Συγκρατώ, εμποδίζω κίνηση ή ενέργεια Μισθ., Φάρασ. : Μι τα σ̑ίχιρα δε μπόρ' 'α τα κρατήσεις (Ούτε με τα σίδερα δεν μπορούσες (τα αφηνιασμένα βόδια όταν τα τσιμπούσε αλογόμυγα) να τα κρατήσεις) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το μεντζιλίσι τζ̑ο πορείγκιν να κρατήσει το γιάσιμο (Η συνέλευση δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια της) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. αλικοτίζω :2, τοπλαντίζω :2
β. Εμποδίζω την αποβολή εμβρύου Φάρασ. : Οι παπάδες τζ̑ο γκραdίν'καν (Οι παπάδες δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την αποβολή του ) Φάρασ. -Dawk.
3. Βαστώ, τολμώ Φάρασ. : Να κρατεί ο κω σου, εδώ την ευή αδέ σου Καβάρη το κάτζι να μετρηθούμε (Αν σου βαστάει ο κώλος σου, έλα εδώ αύριο, στου Καβάρη το βράχο να αναμετρηθούμε) Φάρασ. -Παπαδ.
4. Διατηρώ, φυλάσσω Μισθ., Φάρασ. : Τρώμ' τσ̑ι τώρα, κρατούμ' τσ̑ι ντου χειμώνα (Τρώμε και τώρα (γιαούρτι), κρατάμε και για τον χειμώνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Tιάλα 'α κράταναν ούτσ̑α παγουμένα; (Πώς τα διατηρούσαν έτσι κρύα;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κράει ντα, να γκετσ̑ινdίσω (Φυλαξέ τα (τα λεφτά μου), θα τα βγάλω πέρα) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Το στσ̑υλ-λί του ουλουτά σο χαϊμά σου μη ντα κρετείς (Το σκυλί που ουρλιάζει στην αυλή σου μην το κρατάς˙ για γκρινιάρηδες και δυσάρεστους ανθρώπους, των οποίων η συντροφιά δεν είναι επιθυμητή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το ταζόν ντο βντόκκο το νερό κρατεί τα κρούσκο (Το καινούργιο σταμνί διατηρεί το νερό δροσερό˙ οι νέοι είναι πιο αποτελεσματικοί σε ένα έργο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κρύβω :3
β. Η μτχ., για πτώματα, άλιωτο, μη αποσυντεθειμένο Σινασσ. : Ξέβη κρατημένο (Με την ανακομιδή, το πτώμα ξεθάφτηκε αδιάλυτο ) Σινασσ. -Αρχέλ.
5. Διαφθείρω, διακορεύω, βιάζω Αξ., Φλογ. : Ετό το τίτος πήεν, κράτ'σεν το· Επιτροπή πιάσεν το (Αυτήν πήγε ο τάδε και την βίασε· η Επιτροπή τον έπιασε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ιλιστίζω