κρέας
(ουσ. ουδ.)
κρέας
[ˈkreas]
Τελμ.
κιριάς
[ciˈrʝas]
κ.α., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
κ͑îριάς
[khɯˈrʝas]
Ανακ., Γούρδ.
gιριάς
[ɟiˈrʝas]
Σίλ.
κεριάς
[ceˈrʝas]
Σίλατ.
κριάς
[krʝas]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
κρα̈ς
[kræs]
Αφσάρ., Φάρασ.
κρες
[kres]
Τσουχούρ.
Πληθ.
κριάτα
[kriˈata]
Σινασσ.
κιριάτα
[kiˈrʝata]
Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ., Φλογ.
κρα̈́τε
[ˈkræte]
Φκόσ.
Από το αρχ. ουσ. κρέας. Ο τύπ. κριάς μεσν. με συνίζ. Ο τύπ. κιριάς με ανάπτ. ευφων. [i] μεταξύ κλειστού και υγρού φων. Ο τύπ. κεριάς πιθ. από το κιριάς με τροπή [i > e] πριν από [r]. Ο τύπ. πληθ. κριάτα επίσης μεσν.
1. Κρέας
ό.π.τ.
:
Οχτώ μέρες κρέμανα κ͑ιριάς εκεί σα καταφύδια, βάστανεν, δε βρώμανεν
(Κρεμούσα για οκτώ μέρες κρέας στις υπόγειες αποθήκες τροφίμων, διατηρούνταν, δεν σάπιζε)
Ανακ.
-Cost.
Το κιριάς χ̇έκα το απέσ', με το τρώγ' π'σίκα
(Το κρέας το έβαλα μέσα, για να μην το φάει η γάτα)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
Κιριάς κρέμασά τα όξου
(Το κρέας το κρέμασα έξω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'στέρου το κρα̈ς του έψησαν ντα· έφαγαν ντα
(Ύστερα έψησαν το κρέας του· το έφαγαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Όπως πεινούσε, κάdζεν έφαγεν, χόρτασε, παίρ' κι ένα κομμάτ' κριας μαζί τ' και ψωμί
(Όπως πεινούσε, έκατσε έφαγε, χόρτασε, παίρνει κι ένα κομμάρι κρέας μαζί του και ψωμί)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Nτεν ηύραν κιριάτα σο κασάπ'
(Δεν βρήκαν κρέατα στο χασάπη)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ορνιχού το κιριάς ασ' ούλα τα κιριάτα ακούμ' τυφερό 'ναι
(Το κρέας της κότας είναι πιο τρυφερό από όλα τα κρέατα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σάνουν ντου μαχήμαδα, ιτό ου κîργιάς έριδι απ' δου μπούτ', ιτό ου κîργιάς έριδι απ' του οπισ'νού δου πτάρ', ιτό απ' τ' ομπροτνού
(Του κάνουν μαθήματα, αυτό το κρέας προέρχεται από το μπούτι, αυτό το κρέας προέρχεται από το πισινό πόδι, αυτό από το μπροστινό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Eμπέ, λε, τίς ψ̑ήν', λε, κîργάδα, λε, μύρ'σαν, λε
(Aμάν, λέει, ποιός ψήνει, λέει, κρέατα, λέει, μύρισαν, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να φσάξου το μόνα το βόιδι, να σα δώκου κρες
(Θα σφάξω το βόδι μου για να σας δώσω κρέας)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Κιριάς ντομάdα
(Εβδομάδα του κρέατος˙ η προτελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, η Κρεατινή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Αντί κάτα γρεύεις το κρα̈ς ν'dα φας
(Σαν γάτα κοιτάζεις το κρέας να το φας˙ για εκείνον που προσπαθεί συνεχώς να αρπάξει κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τα κορίτσ̑α είναι κριάτα, όσο στέκνουν βριμίζουνε
(Τα κορίτσια είναι σαν τα κρέατα, όσο μένουν βρωμίζουν˙ οι κοπέλες πρέπει να παντρεύονται μικρές, πριν μαραθούν τα νιάτα τους)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Ασμ.
'στένησε Aκρίτζης χρόνον και πέντε μήνας,
εγύρευσεν αρνιακό κρέας και μαύρο προβατόγαλα (Aρρώστης ο Ακρίτης ένα χρόνο και πέντε μήνες
ζήτησε αρνήσιο κρέας γάλα μαύρου προβάτου) Τελμ. -Lag. Συνών. τσιτσί
εγύρευσεν αρνιακό κρέας και μαύρο προβατόγαλα (Aρρώστης ο Ακρίτης ένα χρόνο και πέντε μήνες
ζήτησε αρνήσιο κρέας γάλα μαύρου προβάτου) Τελμ. -Lag. Συνών. τσιτσί
β.
Στον πληθ., φαγητό με κρέας
Φλογ.
2. Σάρκα
ό.π.τ.
:
Κορ', εδά μυρίζ' ανθρωπινό κριας
(Κόρη μου, εδώ μυρίζει ανθρώπινο κρέας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Εδού βρωμεί ινσανιού κιριάς
(Εδώ μυρίζει κρέας ανθρώπου)
Τελμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Πσ̑άνω κιριάς
(Πιάνω κρέας˙ παχαίνω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ζονdζ̑ού τα κιριάτα
(τα κρέατα του δοντιού˙ τα ούλα, πβ. την τουρκ. φρ. <em>diş eti</em> = δοντιού κρέας, ούλο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
3. Τα κρεατάκια της μύτης
Ανακ.
:
Έσ̑' κριάτα σο μυτί τ'
(Έχει κρεατάκια στη μύτη του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.