ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρασόπο (ουσ. ουδ.) κρασόπο [kraˈsopo] Μισθ., Τσαρικ. Από το ουσ. κρασί και το παραγωγ. επίθμ. -όπο.
Κρασί : || Ασμ. Κόσκινα κουρ'λόπα, βαρέλια κρασόπα
να φάμε τζι να πιούμε
(Κόσκινα με κουλούρια, βαρέλια με κρασιά
να φάμε και να πιούμε)
Τσαρικ. -Καραλ.