κρασόπο
(ουσ. ουδ.)
κρασόπο
[kraˈsopo]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το ουσ. κρασί και το παραγωγ. επίθμ. -όπο.
Κρασί
:
|| Ασμ.
Κόσκινα κουρ'λόπα, βαρέλια κρασόπα
να φάμε τζι να πιούμε (Κόσκινα με κουλούρια, βαρέλια με κρασιά
να φάμε και να πιούμε) Τσαρικ. -Καραλ.
να φάμε τζι να πιούμε (Κόσκινα με κουλούρια, βαρέλια με κρασιά
να φάμε και να πιούμε) Τσαρικ. -Καραλ.