κρεατώνα
(επίθ.)
κρα̈τώνα
[kræˈtona]
Φάρασ.
Από το ουσ. κρεάς, όπ. και τύπ. κρα̈ς, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Κρεάτινος