ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κριθαράκι (ουσ. ουδ.) κ͑ιταράκ' [kʰitaˈrac] Ανακ. Από το ουσ. κριθάρι και το υποκορ. επίθμ. -άκι.
1. Σπόρος κριθαριού Συνών. κοκκί
2. Ογκίδιο στο βλέφαρο λόγω φλεγμονής, κριθαράκι : Ξέβαλεν κ͑ιταράκ' (Έβγαλε κριθαράκι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. κριθάρι :2
3. Μτφ., μικρή ποσότητα : Ένα κ͑ιταράκ' κλέφτ' ασ' ση νύχτα (Η μέρα κλέβει λίγο από την νύχτα, δηλ. η μέρα μεγαλώνει ελάχιστα καθημερινά) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. βούκα :5, ψιχίδι :1