ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρίμα (ουσ. ουδ.) κρίμα [ˈkrima] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. Γεν. κριμάτου [kriˈmatu] Φάρασ. Πληθ. κρίματα [ˈkrimata] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ. Από το αρχ. ουσ. κρίμα = απόφαση, κρίση.
1. Αμαρτία Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. : Θεού κρίμα (Αμαρτία ενώπιον του Θεού) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Δε τσουρούτ’σιν ντου σάνατους, έχ’ κρίματα πολλά (Δεν έλιωσε ο πεθαμένος, έχει πολλές αμαρτίες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το 'μόν ντα κρίμαδα λία 'dι (Οι δικές μου οι αμαρτίες είναι λίγες) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Σέμα στι κρίμα τ' (Μπήκα στην αμαρτία του˙ τον πήρα στον λαιμό μου, έγινα η αιτία να πάθει κακό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ταυρώ το κρίμα σ' (Τραβώ την αμαρτία σου˙ παίρνω πάνω μου την αμαρτία σου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ας ταυρήσω ντο κρίμα σ' (Ας τραβήξω την αμαρτία σου˙ το ίδιο) Ουλαγ. -Κεσ. Να ταυρώ τα κρίματά σ' (Να τραβώ τις αμαρτίες σου˙ το ίδιο) Φερτάκ. -Κρινόπ. Ντου κρίμα σου γουργούρι σ’ (Το κρίμα στον λαιμό σου˙ δική σου είναι η ευθύνη) Μισθ. -Κοτσαν. Νά 'χεις το κρίμα μου (Να έχεις την αμαρτία μου˙ το ίδιο) Σινασσ. -Αρχέλ. Μαίνω στα κρίματα (Μπαίνω στις αμαρτίες˙ αμαρτάνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πόμη σα κρίματα (Απέμεινε στις αμαρτίες˙ αμάρτησε) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Τα κρίματα ούλ-λα στο παπά ντέν ντα λεν (Τις αμαρτίες όλες στον παπά δεν τις λένε˙ δεν πρέπει σε κάποιον να λέμε όλα τα ένοχα μυστικά μας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γκρεύω να υπάγω σο τζ̑εν-νέσ̑' άμ-μα τα κρίματα μ' ντε με βαήκνουν (Θέλω να πάω στον Παράδεισο αλλά οι αμαρτίες μου δεν με αφήνουν˙ δύσκολα αντιστέκεται κανείς στους πειρασμούς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. ’ζ υρίσουμ’ την καρτία εδού σην πίστη
Του κριμάτουν μας η νιστί’ εβζήστη
(Ας στρέψουμε την καρδιά μας εδώ στην πίστη
Της αμαρτίας μας η φωτιά σβήστηκε)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. αμαρτία :1, γκουνάχι
2. Ως σχετλιαστικό επιφών., για να εκφράσει την λύπη ή την συμπάθεια για εκείνον που υφίσταται κάτι που θεωρούμε άδικο Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. : Κρίμα σο τρως το ψωμί (Κρίμα στο ψωμί που τρως) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τέκνα είνου, μη τα ρώσεις ξ̑ύλου! Κρίμα είν' τα τέκνα! (Παιδιά είναι, μην τα δώσεις ξύλο! Κρίμα είναι τα παιδιά!) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'γιού έν' 'ν κανείς! Κρίμα! Με το φατ'! (Είναι ένας άνθρωπος εδώ! Κρίμα! Μην τον φάτε!) Ουλαγ. -Dawk. Κρίμα ρέ 'στινίς μι; (Κρίμα δεν είστε;) Σίλ. -ΔΕΟ Το κορίτσ̑' κρίμα 'ναι! Με το κόφτεις (Το κορίτσι κρίμα είναι! Μην το κατηγορείς) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. Κρίμα και το κορίτσ', έβγαλάμ' τ' όνομά τ' (Κρίμα και το κορίτσι, ακούστηκε το όνομά της σε κουτσομπολιά) Σινασσ. -Λεύκωμα || Παροιμ. Κρίμα ντεν έν' το καλόν τ' ματζά στον κακόν το στόμα; (Κρίμα δεν είναι το καλό το φαγητό στο κακό το στόμα;˙ όταν ευεργετούμε ανάξιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.