κρίμα
(ουσ. ουδ.)
κρίμα
[ˈkrima]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
Γεν.
κριμάτου
[kriˈmatu]
Φάρασ.
Πληθ.
κρίματα
[ˈkrimata]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ.
Από το αρχ. ουσ. κρίμα = απόφαση, κρίση.
1. Αμαρτία
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Θεού κρίμα
(Αμαρτία ενώπιον του Θεού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Δε τσουρούτ’σιν ντου σάνατους, έχ’ κρίματα πολλά
(Δεν έλιωσε ο πεθαμένος, έχει πολλές αμαρτίες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το 'μόν ντα κρίμαδα λία 'dι
(Οι δικές μου οι αμαρτίες είναι λίγες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Σέμα στι κρίμα τ'
(Μπήκα στην αμαρτία του˙ τον πήρα στον λαιμό μου, έγινα η αιτία να πάθει κακό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ταυρώ το κρίμα σ'
(Τραβώ την αμαρτία σου˙ παίρνω πάνω μου την αμαρτία σου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ας ταυρήσω ντο κρίμα σ'
(Ας τραβήξω την αμαρτία σου˙ το ίδιο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Να ταυρώ τα κρίματά σ'
(Να τραβώ τις αμαρτίες σου˙ το ίδιο)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Ντου κρίμα σου γουργούρι σ’
(Το κρίμα στον λαιμό σου˙ δική σου είναι η ευθύνη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νά 'χεις το κρίμα μου
(Να έχεις την αμαρτία μου˙ το ίδιο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μαίνω στα κρίματα
(Μπαίνω στις αμαρτίες˙ αμαρτάνω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πόμη σα κρίματα
(Απέμεινε στις αμαρτίες˙ αμάρτησε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Τα κρίματα ούλ-λα στο παπά ντέν ντα λεν
(Τις αμαρτίες όλες στον παπά δεν τις λένε˙ δεν πρέπει σε κάποιον να λέμε όλα τα ένοχα μυστικά μας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γκρεύω να υπάγω σο τζ̑εν-νέσ̑' άμ-μα τα κρίματα μ' ντε με βαήκνουν
(Θέλω να πάω στον Παράδεισο αλλά οι αμαρτίες μου δεν με αφήνουν˙ δύσκολα αντιστέκεται κανείς στους πειρασμούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
’ζ υρίσουμ’ την καρτία εδού σην πίστη
Του κριμάτουν μας η νιστί’ εβζήστη (Ας στρέψουμε την καρδιά μας εδώ στην πίστη
Της αμαρτίας μας η φωτιά σβήστηκε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. αμαρτία :1, γκουνάχι
Του κριμάτουν μας η νιστί’ εβζήστη (Ας στρέψουμε την καρδιά μας εδώ στην πίστη
Της αμαρτίας μας η φωτιά σβήστηκε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. αμαρτία :1, γκουνάχι
2. Ως σχετλιαστικό επιφών., για να εκφράσει την λύπη ή την συμπάθεια για εκείνον που υφίσταται κάτι που θεωρούμε άδικο
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
Κρίμα σο τρως το ψωμί
(Κρίμα στο ψωμί που τρως)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τέκνα είνου, μη τα ρώσεις ξ̑ύλου! Κρίμα είν' τα τέκνα!
(Παιδιά είναι, μην τα δώσεις ξύλο! Κρίμα είναι τα παιδιά!)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'γιού έν' 'ν κανείς! Κρίμα! Με το φατ'!
(Είναι ένας άνθρωπος εδώ! Κρίμα! Μην τον φάτε!)
Ουλαγ.
-Dawk.
Κρίμα ρέ 'στινίς μι;
(Κρίμα δεν είστε;)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Το κορίτσ̑' κρίμα 'ναι! Με το κόφτεις
(Το κορίτσι κρίμα είναι! Μην το κατηγορείς)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
Κρίμα και το κορίτσ', έβγαλάμ' τ' όνομά τ'
(Κρίμα και το κορίτσι, ακούστηκε το όνομά της σε κουτσομπολιά)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Κρίμα ντεν έν' το καλόν τ' ματζά στον κακόν το στόμα;
(Κρίμα δεν είναι το καλό το φαγητό στο κακό το στόμα;˙ όταν ευεργετούμε ανάξιο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.