ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρότος (ουσ. αρσ.) κρότος [ˈkrotos] Φάρασ. κρότους [ˈkrotus] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. κρότος.
1. Θόρυβος ό.π.τ. : 'Φόντες 'πνώνgαμεν σκοτεινά, σως την ευίdζα τζ̑ο πόρ'καμ' να 'πνώσωμεν 'τζοι κρότοι τζαι 'σ' τα στρινgέματα (Όταν πέσαμε να κοιμηθούμε στα σκοτεινά, δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε ως την αυγή από τους κρότους και τους θορύβους ) Φάρασ. -Αρχέλ. Ο Τούρκους πάλι 'σ' τον κρότου ξύπνησιν (Ο Τούρκος πάλι, από τον θόρυβο ξύπνησε) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. βροντή, κουρουλτούς :1
2. Το τουφέκι, λόγω του κρότου που παράγει Φάρασ. : Πήρε το κρότον του, ἐβγα πηάγα σ' 'α μέρο (Πήρε το τουφέκι του, βγήκα (ενν. βγήκε) πήγα σ' ένα μέρος) Φάρασ. -Grég. Συνών. κροτάλι :3