βροντή
(ουσ. θηλ.)
βρονdή
[vronˈdi]
Ανακ., Δίλ., Ποτάμ.
'ρονdά
[ronˈda]
Φλογ.
Αρσ.
βρονdός
[vronˈdos]
Ανακ., Δίλ., Ποτάμ., Τελμ.
Aρχ. ουσ. βροντή. Ο τύπ. βρονdός με μεταπλ. σε αρσ. αναλογ. προς άλλα αρσ. ουσ. σε -ός όπως τα καιρός και βρεχός = βροχή.
1. Βροντή, μπουμπουνητό
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Μαρτιού βρονdός, κακό βρονdός
(Η βροντή του Μάρτη, κακή βροντή˙ Όταν βροντάει τον Μάρτιο είναι κακό σημάδι)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Παροιμ.
Μαρτιού βρονdός, τι βρονdός; Απλιρού καλό βρονdός
(Βροντή του Μάρτη, τι βροντή είναι αυτή; Του Απριλίου είναι καλή η βροντή˙ Τον Μάρτιο οι βροντές είναι λίγες και αδύναμες, τον Απρίλιο βροντά πολύ)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βρόντημα, κουρουλτούς :2
2. Ισχυρός κρότος
Τελμ.
:
Ανοίει η θύρα και ακούν ένα βροντό
(Ανοίγει η πόρτα, και ακούνε ένα δυνατό κρότο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.