βρωμιάρης
(επίθ.)
βρωμιάρης
[vroˈmɲaris]
Μισθ., Σίλ.
βρωμιάρ'
[vroˈmɲar]
Μισθ., Σίλ.
βρωμιέρ'
[vroˈmɲer]
Φάρασ.
Θηλ.
βρωμιέρτσα
[vroˈmɲertsa]
Φάρασ.
βρωμιάρα
[vroˈmɲara]
Σίλ., Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. βρωμιάρης, το οπ. από το ουσ. βρώμα (θ. βρωμ-) και το παραγ. επίθμ. -ιάρης. Ο τύπ. βρωμιέρτσα από τύπ. βρωμιέρισσα.
1. Βρώμικος, ακάθαρτος, αηδιαστικός
ό.π.τ.
:
Μο το πις το φίδι το βρωμιέρη γκετσίμ' 'ίνεται;
(Με το σιχαμένο το φίδι το βρωμιάρικο ζωή γίνεται;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Βρωμιάρ' ναίκα τσ̑είδι ατό
(Βρωμιάρα γυναίκα είναι αυτή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κουβαλούσαμ' Κινέζους, ξένους, Γάλλους, αν τσι τσ̑όαν πολύ βρωμιάρια
(Κουβαλούσαμε Κινέζους, ξένους, Γάλλους, αν και ήταν πολύ βρώμικοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Βρωμιάρα μύγα
(Σκατόμυγα))
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γουνατζάχ, κιοτού, μποκλούς, μπουλασίκ :1
2. Μτφ. ανήθικος, αισχρός, φαύλος
Φάρασ.
:
Να γλυτώσουμ' τον τόπα μας 'σ' τα βρωμιέρε τα σ̑έρε
(Να σώσουμε τον τόπο μας απ'τα βρώμικα τα χέρια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
κακός :1, μουρντάρης, πίσι
β.
Και ως ύβρις
Φάρασ.
:
'ίνου του δεβόβου απομbρό μου, βρωμιέρτσα!
(Άντε στον διάολο από μπροστά μου, βρωμιάρα!
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.