μποκλούς
(επίθ.)
ποχλούς
[poˈxlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. boklu = βρώμικος.
Βρώμικος
Συνών.
βρωμιάρης, γουνατζάχ, κιοτού, μπουλασίκ :1
Τροποποιήθηκε: 11/04/2025