μποκλούς
(επίθ.)
ποχλούς
[poxˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. boklu = βρώμικος.
Βρώμικος
Συνών.
βρωμιάρης :1, γουνατζάχ, κιοτού :3, μπουλασίκ :1