μποϊουτουρντίζω
(ρ.)
μπο̈ϋτϋρντίζω
[bøytyrˈdizo]
Τσαρικ.
μποϊουτουρντίζου
[boiutuˈrdizu]
Μισθ.
Αόρ.
μπϋγϋdΰρ'σα
[byʝyʹdyrsa]
Τελμ.
μποϊουτούρτσα
[boiuˈturtsa]
Μισθ.
Από τον αόρ. büyüttürdü του τουρκ. ρ. büyüttürmek = μεγαλώνω, μεγεθύνω.
Μτβ., μεγαλώνω κάποιον
ό.π.τ.
:
Αγούτσ̑α αγούτσ̑α μπϋγϋdΰρσεν dα από δέκα πέντε χρόνω
(Έτσι τα μεγάλωσε ως τα δεκαπέντε τους χρόνια)
Τελμ.
-Dawk.
Νταρά νύφη μ’, ούλα μποϊουτούρτ’σι ντα ντα μικρά, πάντριψιν ντα
(Η νύφη μου όλα τα μεγάλωσε τα μικρά, τα πάντρεψε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έχ' ντυό φσ̑άχα να μποϊτουρντίσ'
(Έχει δυό παιδιά να μεγαλώσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ανασταίνω, αυξάνω, γετίζω