ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποϊουτουρντίζω (ρ.) μπο̈ϋτϋρντίζω [bøytyrˈdizo] Τσαρικ. μποϊουτουρντίζου [boiutuˈrdizu] Μισθ. Αόρ. μπϋγϋdΰρ'σα [byʝyʹdyrsa] Τελμ. μποϊουτούρτσα [boiuˈturtsa] Μισθ. Από τον αόρ. büyüttürdü του τουρκ. ρ. büyüttürmek = μεγαλώνω, μεγεθύνω.
Μτβ., μεγαλώνω κάποιον ό.π.τ. : Αγούτσ̑α αγούτσ̑α μπϋγϋdΰρσεν dα από δέκα πέντε χρόνω (Έτσι τα μεγάλωσε ως τα δεκαπέντε τους χρόνια) Τελμ. -Dawk. Νταρά νύφη μ’, ούλα μποϊουτούρτ’σι ντα ντα μικρά, πάντριψιν ντα (Η νύφη μου όλα τα μεγάλωσε τα μικρά, τα πάντρεψε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έχ' ντυό φσ̑άχα να μποϊτουρντίσ' (Έχει δυό παιδιά να μεγαλώσει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ανασταίνω, αυξάνω, γετίζω