μποζούκ
(επίθ.)
ποζούχ̇ι
[poˈzuxɯ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. pozuk, όπου και διαλεκτ. τύπ. pozuh = α) χαλασμένος β) σάπιος (THADS, λ. pozuk και λ. pozuh).
Χαλασμένος
Φάρασ.