μπόγτημα
(ουσ. ουδ.)
μπόγτημα
[ˈboɣtima]
Μισθ.
Από το θ. μπογτη- του ρ. μπογντίζω, όπου και τύπ. μπογτώ, παραγωγ. επίθμ. -μα.
Σκόπιμο πνίξιμο
Μισθ.