μπογιουντουρλούκ
(ουσ. ουδ.)
μποϊουνdουρλούχ
[boiundurˈlux]
Ανακ.
μπογιουνdουρλι̂́κ
[boʝundurʹlɯk]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. boyunduruk = ζυγός, όπου και διαλεκτ. τύπ. boyunduruh και boyundurluk.
Ζυγός
ό.π.τ.