μπογιά
(ουσ. θηλ.)
μπογιά
[boˈʝa]
Αξ., Αραβ., Αφσάρ.
μπουγιά
[buˈʝa]
Μισθ.
πογιά
[poˈʝa]
Φάρασ.
πογιάς
[poˈʝas]
Τσουχούρ.
Πληθ.
μποϊάδες
[boiˈaðes]
Μισθ.
μπουγιάδες
[buˈʝaðes]
Τροχ.
μπογιάδια
[boˈʝaðʝa]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. μποϊά (Λεξ. Σομ., λ.μποϊάς), το οπ. από το τουρκ. ουσ. boya.
Η μπογιά για την βαφή υφασμάτων, επιφανειών, ή και μαλλιών
ό.π.τ.
:
Τ’ άλλ τ’ μέρα τζαdίσσα παίρ’ μπογιά και πανί, παίν’ εκεί πάλ’ κόγια να μπογιαdίσ̑’ το πανί
(Την άλλη μέρα η γριά μάγισσα παίρνει μπογιά και πανί, πηγαίνει πάλι εκεί, τάχα θα βάψει το πανί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ναίτσις βάφ’νι μι μπουγιά […] δα μαλλιά τ'
(οι γυναίκες βάφουν με μπογιά […] τα μαλλιά τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πήνι πήρινι ’λτινό πογιάς
(Πήγαν και αγόρασαν κόκκινη μπογιά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τα μπουγιάδες τα φέρισκαμ' από το Ναξό και το Κάστρο
(Τις μπογιές των υφασμάτων τις φέρναμε από την Αξό και την Νίγδη)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.