ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπογιά (ουσ. θηλ.) μπογιά [boˈʝa] Αξ., Αραβ., Αφσάρ. μπουγιά [buˈʝa] Μισθ. πογιά [poˈʝa] Φάρασ. πογιάς [poˈʝas] Τσουχούρ. Πληθ. μποϊάδες [boiˈaðes] Μισθ. μπουγιάδες [buˈʝaðes] Τροχ. μπογιάδια [boˈʝaðʝa] Σινασσ. Νεότ. ουσ. μποϊά (Λεξ. Σομ., λ.μποϊάς), το οπ. από το τουρκ. ουσ. boya.
Η μπογιά για την βαφή υφασμάτων, επιφανειών, ή και μαλλιών ό.π.τ. : Τ’ άλλ τ’ μέρα τζαdίσσα παίρ’ μπογιά και πανί, παίν’ εκεί πάλ’ κόγια να μπογιαdίσ̑’ το πανί (Την άλλη μέρα η γριά μάγισσα παίρνει μπογιά και πανί, πηγαίνει πάλι εκεί, τάχα θα βάψει το πανί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ναίτσις βάφ’νι μι μπουγιά […] δα μαλλιά τ' (οι γυναίκες βάφουν με μπογιά […] τα μαλλιά τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήνι πήρινι ’λτινό πογιάς (Πήγαν και αγόρασαν κόκκινη μπογιά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Τα μπουγιάδες τα φέρισκαμ' από το Ναξό και το Κάστρο (Τις μπογιές των υφασμάτων τις φέρναμε από την Αξό και την Νίγδη) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.